προεμαντεύσαντο

προεμαντεύσαντο
προεμαντεύσαντο , προμαντεύομαι
prophesy
aor ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προμαντεύω — ΝΜΑ 1. μαντεύω τα μέλλοντα να συμβούν, προφητεύω νεοελλ. προαισθάνομαι αρχ. μέσ. προμαντεύομαι α) προμαντεύω β) προβλέπω («εὐθὺς οἱ ἄνθρωποι τὸν ὄλεθρον τῷ Δρούσῳ ἐξ αὐτοῡ τούτου προεμαντεύσαντο», Ευρ.) γ) συμβουλεύομαι το μαντείο προηγουμένως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”